Κάτοχος στα ολλανδικά

Μετάφραση: κάτοχος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
eigenaar, aanwezige, houder, houder van, de houder
Κάτοχος στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κάτοχος

κάτοχοσ άδειασ υπηρεσιών ασφαλείασ security, κάτοχος αγροτικής εκμετάλλευσης, κάτοχος τηλεφωνικού αριθμού, κάτοχος διπλώματος οδήγησης, κάτοχος voucher, κάτοχος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, κάτοχος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • κάτισχνος στα ολλανδικά - mager, spichtig, hoekig, schraal, schriel, verwilderd, Haggard, ...
  • κάτοικος στα ολλανδικά - inwoner, ingezetene, bewoner, woonachtig, ingezeten, inwoner is
  • κάτω στα ολλανδικά - dons, neerslachtig, laag, nesthaar, waas, neer, omlaag, ...
  • κάψουλα στα ολλανδικά - capsule, kapseltje, doosvrucht, capsules, kapsel, capsule van, de capsule
Τυχαίες λέξεις
Κάτοχος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: eigenaar, aanwezige, houder, houder van, de houder