Καθρέφτης στα ολλανδικά

Μετάφραση: καθρέφτης, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
afspiegelen, spiegel, Mirror, de Spiegel, spiegelbeeld, spiegel van
Καθρέφτης στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καθρέφτης

καθρέφτης αλμωπίας, καθρέπτης μπάνιου, καθρέφτης ικεα, καθρέφτης όνειρο, καθρέφτης αυτοκινήτου για μωρά, καθρέφτης λεξικό γλώσσας ολλανδικά, καθρέφτης στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • καθορισμένος στα ολλανδικά - band, zetten, groep, streep, set, school, gelegen, ...
  • καθοριστικός στα ολλανδικά - beslissend, finaal, cruciaal, determinant, bepalend, bepalende, bepalende factor, ...
  • καθυστέρηση στα ολλανδικά - uitstellen, verschuiven, vertraging, verlating, oponthoud, verlet, uitstel, ...
  • καθυστερημένος στα ολλανδικά - laat, achterover, vergevorderd, achterlijk, vertraagde, vertraagd, achtergebleven, ...
Τυχαίες λέξεις
Καθρέφτης στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: afspiegelen, spiegel, Mirror, de Spiegel, spiegelbeeld, spiegel van