Καπέλο στα ολλανδικά
Μετάφραση: καπέλο, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
hoed, pet, hat, hoed van, muts
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καπέλο
καπέλο πειρατή, καπέλο καβουράκι, καπέλο τζόκεϊ, καπέλο ονειροκρίτης, καπέλο παναμά, καπέλο λεξικό γλώσσας ολλανδικά, καπέλο στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- καπάκι στα ολλανδικά - deksel, omslag, hoed, bedekking, kaft, ooglid, klep, ...
- καπάτσος στα ολλανδικά - schrander, sluw, gewiekst, aardig, doortrapt, spits, slim, ...
- καπαρώνω στα ολλανδικά - script, bestellen, reserveren, boeken, scenario, boek, aanvragen, ...
- καπατσοσύνη στα ολλανδικά - gezond verstand, gumption, boerenverstand
Τυχαίες λέξεις
Καπέλο στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: hoed, pet, hat, hoed van, muts
Μεταφράσεις: hoed, pet, hat, hoed van, muts