Καρτέρι στα ολλανδικά

Μετάφραση: καρτέρι, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
hinderlaag, val, valstrik, voet te houden, de voet te houden, houden
Καρτέρι στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καρτέρι

ρηχό καρτέρι, καρτέρι σκοπιανού στον αβραμόπουλο και πως τον αποστόμωσε, καρτέρι θεσπρωτίασ, καρτέρι τσίχλας, χριστίνα καρτέρι, καρτέρι λεξικό γλώσσας ολλανδικά, καρτέρι στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • καρποφόρος στα ολλανδικά - vruchtbaar, vruchtbare, een vruchtbare, vruchten
  • καρπός στα ολλανδικά - fruit, vrucht, vruchten, groenten, soorten groenten
  • καρτερία στα ολλανδικά - geduld, lijdzaamheid, uithoudingsvermogen, duurzaamheid, endurance, het uithoudingsvermogen, uithouding
  • καρυκεύω στα ολλανδικά - aroma, specerij, geur, kruiden, kruid, specerijen, spice
Τυχαίες λέξεις
Καρτέρι στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: hinderlaag, val, valstrik, voet te houden, de voet te houden, houden