Κασσίτερος στα ολλανδικά

Μετάφραση: κασσίτερος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
tin, blikken, tinnen, blik, blikje
Κασσίτερος στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κασσίτερος

κασσίτερος τιμη, κασσίτερος συνώνυμα, κασσίτερος θεσσαλονίκη, κασσίτερος αγγλικά, κασσίτερος αγορά, κασσίτερος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, κασσίτερος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • κασμάς στα ολλανδικά - knabbelen, keur, keus, afrukken, optie, afkluiven, afbreken, ...
  • κασμίρι στα ολλανδικά - kasjmier, cashmere, van kasjmier, fluweel, kasjmieren
  • καστανός στα ολλανδικά - bruin, bruine, brown
  • κατά στα ολλανδικά - jegens, versus, tegenover, tegen, tegen de, tegen het, met
Τυχαίες λέξεις
Κασσίτερος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: tin, blikken, tinnen, blik, blikje