Κατάστρωμα στα ολλανδικά

Μετάφραση: κατάστρωμα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verdek, dek, scheepsdek, deck, terras, het dek, spel
Κατάστρωμα στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κατάστρωμα

κάτω κατάστρωμα, κατάστρωμα οδού, ονειροκρίτης κατάστρωμα, κατάστρωμα πλοίου, κατάστρωμα γέφυρασ, κατάστρωμα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, κατάστρωμα στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • κατάσταση στα ολλανδικά - ligging, situatie, verklaring, bepaling, declaratie, aangifte, stand, ...
  • κατάστημα στα ολλανδικά - veronderstelling, onderstelling, winkel, shop, Winkelinrichting, webwinkel, winkel van
  • κατάσχω στα ολλανδικά - aangrijpen, grijpen, confisqueren, bemachtigen, vorderen, beslag leggen op, sekwestreren, ...
  • κατάφορτος στα ολλανδικά - vol, beladen, bezaaid
Τυχαίες λέξεις
Κατάστρωμα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: verdek, dek, scheepsdek, deck, terras, het dek, spel