Καταστροφικός στα ολλανδικά

Μετάφραση: καταστροφικός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
rampzalig, catastrofaal, katastrofisch
Καταστροφικός στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καταστροφικός

καταστροφικόσ συνώνυμο, καταστροφικός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, καταστροφικός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • καταστρεπτικός στα ολλανδικά - vernietigend, destructieve, destructief, vernietigende, verwoestende
  • καταστροφή στα ολλανδικά - tragedie, afbraak, treurspel, ramp, sloop, catastrofe, rampen, ...
  • κατατάσσομαι στα ολλανδικά - samenbinden, samenbrengen, toetreden, samenvoegen, aansluiten, verenigen, vastbinden, ...
  • κατατάσσω στα ολλανδικά - toerbeurt, gelid, rij, beurt, status, graad, file, ...
Τυχαίες λέξεις
Καταστροφικός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: rampzalig, catastrofaal, katastrofisch