Καυστήρας στα ολλανδικά
Μετάφραση: καυστήρας, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
warmwaterketel, stoomketel, ketel, brander, pits, de brander, branders
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καυστήρας
καυστήρας pellet, καυστήρας φυσικού αερίου, καυστήρας πελλετ, καυστήρας πετρελαίου, καυστήρας πέλλετ τιμή, καυστήρας λεξικό γλώσσας ολλανδικά, καυστήρας στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- καυγαδίζω στα ολλανδικά - twistgesprek, herrie, twist, redetwist, twisten, heibel, ruziën, ...
- καυσαέριο στα ολλανδικά - uitwaseming, uitwasemen, damp, rook, uitlaatgassen, uitlaatgas, rookgas, ...
- καυστικός στα ολλανδικά - bijtend, zuur, snol, verzengend, verzengende, torrid, vurige, ...
- καυτερός στα ολλανδικά - brandend, verbranding, branden, brandende, verbranden
Τυχαίες λέξεις
Καυστήρας στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: warmwaterketel, stoomketel, ketel, brander, pits, de brander, branders
Μεταφράσεις: warmwaterketel, stoomketel, ketel, brander, pits, de brander, branders