Κείμαι στα ολλανδικά
Μετάφραση: κείμαι, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
onwaarheid, liggen, leugen, keimai
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κείμαι
κείμαι ετυμολογια, κείμαι κλίση, κείμαι αρχικοί χρόνοι, κείμαι λεξικό γλώσσας ολλανδικά, κείμαι στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- καύσιμο στα ολλανδικά - stookmateriaal, brandstof, brandbaar, brandbare, ontvlambare, ontvlambaar, ontbrandbaar
- καύσιμος στα ολλανδικά - brandbaar, brandbare, ontvlambare, ontvlambaar, ontbrandbaar
- κείμενο στα ολλανδικά - gang, rijstrook, overloop, baan, tekst, text, de tekst, ...
- κειμήλιο στα ολλανδικά - juweel, parel, juweeltje, sieraad, jewel
Τυχαίες λέξεις
Κείμαι στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: onwaarheid, liggen, leugen, keimai
Μεταφράσεις: onwaarheid, liggen, leugen, keimai