Κεραμικός στα ολλανδικά
Μετάφραση: κεραμικός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
keramisch, keramische, keramiek, ceramische, ceramisch
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κεραμικός
cine κεραμεικός, κεραμικός πυκνωτής, κεραμικός τροχός, κεραμικόσ γύψοσ, κεραμικός κώνος, κεραμικός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, κεραμικός στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- κεραμίδι στα ολλανδικά - tichel, tegelsteen, tegel, plavuis, tegels, tile, dakpan
- κεραμική στα ολλανδικά - keramiek, aardewerk, keramische, keramische materialen, keramische producten
- κερδίζω στα ολλανδικά - winnen, zegevieren, behalen, overwinning, verdienen, Win, winst, ...
- κερδομανής στα ολλανδικά - verlekkerd, belust, happig, schraperig, inhalig, hebzuchtig, begerig, ...
Τυχαίες λέξεις
Κεραμικός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: keramisch, keramische, keramiek, ceramische, ceramisch
Μεταφράσεις: keramisch, keramische, keramiek, ceramische, ceramisch