Κλιμάκωση στα ολλανδικά

Μετάφραση: κλιμάκωση, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
aanslag, ladder, schub, verhouding, schaalverdeling, schilfer, schaal, scala, uitbreiding, escalatie, escaleren, escalatie te, escalatie van
Κλιμάκωση στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κλιμάκωση

κλιμάκωση γενικού βαθμού πρόσβασης 2013, κλιμάκωση βαθμού πρόσβασης 2012, κλιμάκωση γενικού βαθμού πρόσβασης 2012, κλιμάκωση συνώνυμο, κλιμάκωση βαθμού πρόσβασης 2011, κλιμάκωση λεξικό γλώσσας ολλανδικά, κλιμάκωση στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • κλητεύω στα ολλανδικά - dagvaarden, dagvaarding, een dagvaarding, subpoena, dwangbevel
  • κλικ στα ολλανδικά - kletteren, klakken, klikken, klik, klik op, klikt
  • κλιμακώνομαι στα ολλανδικά - escaleert, escaleren, escalatie
  • κλινική στα ολλανδικά - kliniek, clinic, ziekenhuis, de kliniek
Τυχαίες λέξεις
Κλιμάκωση στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: aanslag, ladder, schub, verhouding, schaalverdeling, schilfer, schaal, scala, uitbreiding, escalatie, escaleren, escalatie te, escalatie van