Κοινοπολιτεία στα ολλανδικά
Μετάφραση: κοινοπολιτεία, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
democratie, gemenebest, Commonwealth, de Commonwealth, Gemenebestzaken, gemeenebest
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κοινοπολιτεία
κοινοπολιτεία ιεράπετρας, κοινοπολιτεία ανεξάρτητων κρατών, κοινοπολιτεία ορισμός, κοινοπολιτεία των εθνών, βυζαντινή κοινοπολιτεία, κοινοπολιτεία λεξικό γλώσσας ολλανδικά, κοινοπολιτεία στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- κοινοβουλευτικός στα ολλανδικά - parlementair, parlements-, parlementaire, de parlementaire, Parlement
- κοινοβούλιο στα ολλανδικά - volksvertegenwoordiging, parlement, het parlement, Europees Parlement, parliament
- κοινοτυπία στα ολλανδικά - gemeenplaats, truïsme, truïsme kenmerken
- κοινωνία στα ολλανδικά - gemeenschap, vereniging, maatschappij, genootschap, club, samenleving, sociëteit, ...
Τυχαίες λέξεις
Κοινοπολιτεία στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: democratie, gemenebest, Commonwealth, de Commonwealth, Gemenebestzaken, gemeenebest
Μεταφράσεις: democratie, gemenebest, Commonwealth, de Commonwealth, Gemenebestzaken, gemeenebest