Κολλητός στα ολλανδικά

Μετάφραση: κολλητός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
besluiten, dichtdoen, naast, sluiten, dichtbij, maat, dichtmaken, nabij, toedoen, kameraad, kornuit, makker, fat, kerel, Dude, kerel van, De Kerel
Κολλητός στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κολλητός

κολλητός βικιλεξικο, κολλητός συνώνυμα, κολλητός φίλος, κολλητός των αδελφών κασιδιάρη ο υιός μπαλτάκου, κολλητός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, κολλητός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • κολλαρίζω στα ολλανδικά - stijfsel, zetmeel, kollarizo
  • κολλητικός στα ολλανδικά - aanstekelijk, besmettelijk, verpestend, kleverig, plakkerig, besmettelijke, infectieuze, ...
  • κολλιτσίδα στα ολλανδικά - klit, burdock, klis, kliswortel, hoefblad
  • κολλώ στα ολλανδικά - soldeersel, kleefstof, soldeer, kit, kleefmiddel, lijm, stok, ...
Τυχαίες λέξεις
Κολλητός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: besluiten, dichtdoen, naast, sluiten, dichtbij, maat, dichtmaken, nabij, toedoen, kameraad, kornuit, makker, fat, kerel, Dude, kerel van, De Kerel