Κονδύλωμα στα ολλανδικά

Μετάφραση: κονδύλωμα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
wrat, wratten, wart, van wratten, wrat te
Κονδύλωμα στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κονδύλωμα

κονδύλωμα πέους, κονδύλωμα hpv, κονδύλωμα πρωκτού, κονδύλωμα στον τραχηλο, κονδύλωμα wiki, κονδύλωμα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, κονδύλωμα στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • κομψός στα ολλανδικά - afzetten, elegant, vereenvoudigen, bevallig, keurig, herleiden, verlagen, ...
  • κομψότητα στα ολλανδικά - elegantie, elegant, elegante, elegance, sierlijkheid
  • κονιάκ στα ολλανδικά - cognac, brandy, vuurwater, brandewijn, de cognac, van Cognac
  • κονκάρδα στα ολλανδικά - wapen, kokarde, cockade, kokarde van, De kokarde, De kokarde van
Τυχαίες λέξεις
Κονδύλωμα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: wrat, wratten, wart, van wratten, wrat te