Κούρεμα στα ολλανδικά

Μετάφραση: κούρεμα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kapsel, haircut, knipbeurt, haarsnit, surpluspercentage
Κούρεμα στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κούρεμα

κούρεμα 2014, κούρεμα ομολόγων, κούρεμα χρέους, κούρεμα ανδρικό, κούρεμα σκύλων, κούρεμα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, κούρεμα στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • κούπα στα ολλανδικά - kan, mok, De mok, mug, mok van, beker
  • κούραση στα ολλανδικά - afjakkeren, moeheid, vermoeienis, afbeulen, vermoeidheid, afmatten, vermoeiing, ...
  • κούρνια στα ολλανδικά - baars, toppositie, zitstok, perch, USS perch
  • κούρσα στα ολλανδικά - auto, kar, automobiel, wagen, race, ras, wedstrijd, ...
Τυχαίες λέξεις
Κούρεμα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: kapsel, haircut, knipbeurt, haarsnit, surpluspercentage