Κυκλοφορία στα ολλανδικά

Μετάφραση: κυκλοφορία, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
omloop, passage, roulatie, circulatie, verkeer, verkeer brengen, het verkeer
Κυκλοφορία στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κυκλοφορία

κυκλοφορία περιοδικών, κυκλοφορία του αίματος, κυκλοφορία συνώνυμα, κυκλοφορία αθλητικών εφημερίδων, κυκλοφορία πλοίων, κυκλοφορία λεξικό γλώσσας ολλανδικά, κυκλοφορία στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • κυκλικός στα ολλανδικά - rondschrijven, kring, circulaire, cirkel, cirkelvormig, rond, cirkelvormige
  • κυκλοθυμικός στα ολλανδικά - humeurig, Moody, humeurige, stemmige, somber
  • κυκλοφοριακός στα ολλανδικά - circulative, circulatiepomp, een circulatiepomp, circulatiepomp zijn, een circulatiepomp zijn
  • κυκλοφορώ στα ολλανδικά - inhalen, passeren, lossen, rondgaan, aangeven, verlopen, doorbrengen, ...
Τυχαίες λέξεις
Κυκλοφορία στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: omloop, passage, roulatie, circulatie, verkeer, verkeer brengen, het verkeer