Κόκαλο στα ολλανδικά

Μετάφραση: κόκαλο, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bot, knok, schonk, been, bone, botten, het bot
Κόκαλο στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κόκαλο

κόκκαλο βιβλιοδεσίας, κόκαλο ψαριού, κόκαλο ή κόκκαλο, κόκαλο από ψάρι στο λαιμό, κόκαλο ψαριού στο λαιμό, κόκαλο λεξικό γλώσσας ολλανδικά, κόκαλο στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • κωπηλατώ στα ολλανδικά - ruzie, roeien, kwestie, herrie, file, gelid, beurt, ...
  • κόβω στα ολλανδικά - maaien, fijnhakken, snede, vel, huid, houwen, barbaars, ...
  • κόκκινος στα ολλανδικά - blozend, rood, rode, red
  • κόκκος στα ολλανδικά - korrel, graan, zaadkorrel, pit, koren, granen, grain, ...
Τυχαίες λέξεις
Κόκαλο στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: bot, knok, schonk, been, bone, botten, het bot