Λανθασμένος στα ολλανδικά

Μετάφραση: λανθασμένος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
mis, verkeerd, fout, ongelijk, onrecht
Λανθασμένος στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: λανθασμένος

λανθασμένος κωδικός, λανθασμένος λαθεμένος, λανθασμένος ή λαθεμένος, λάθος λανθασμένος, λανθασμένος συνώνυμο, λανθασμένος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, λανθασμένος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • λαμπυρίζω στα ολλανδικά - schitteren, fonkeling, glinstering, fonkelen, glinsteren
  • λανθασμένα στα ολλανδικά - onjuist, verkeerd, onrechte, ten onrechte, onjuiste
  • λανολίνη στα ολλανδικά - lanoline, wolvet
  • λαξευτής στα ολλανδικά - chiseler
Τυχαίες λέξεις
Λανθασμένος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: mis, verkeerd, fout, ongelijk, onrecht