Λαχανικό στα ολλανδικά
Μετάφραση: λαχανικό, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
plantaardig, groente, groente-, plantaardige, fruit
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λαχανικό
λαχανικό κράμβη, καλαμπόκι λαχανικό, kale λαχανικό, κολούμπρα λαχανικό, λαχανικό λόλα, λαχανικό λεξικό γλώσσας ολλανδικά, λαχανικό στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- λατρεύω στα ολλανδικά - eredienst, vereren, aanbidden, verering, aanbidding, verafgoden, adoreren, ...
- λαχανιάζω στα ολλανδικά - hijgen, snakken, broek, pant, broekje
- λαχτάρα στα ολλανδικά - verlangend, smachtend, hunkering, begeerte, verlangen, hunkeren, craving
- λαχταρώ στα ολλανδικά - pijn, wee, zeer, hunkeren naar, hanker, hunkeren
Τυχαίες λέξεις
Λαχανικό στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: plantaardig, groente, groente-, plantaardige, fruit
Μεταφράσεις: plantaardig, groente, groente-, plantaardige, fruit