Λαχτάρα στα ολλανδικά
Μετάφραση: λαχτάρα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verlangend, smachtend, hunkering, begeerte, verlangen, hunkeren, craving
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λαχτάρα
λαχτάρα συνώνυμο, λαχτάρα συνώνυμα, λαχτάρα ω, λαχτάρα αγγλικά, λαχτάρα deutsch, λαχτάρα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, λαχτάρα στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- λαχανιάζω στα ολλανδικά - hijgen, snakken, broek, pant, broekje
- λαχανικό στα ολλανδικά - plantaardig, groente, groente-, plantaardige, fruit
- λαχταρώ στα ολλανδικά - pijn, wee, zeer, hunkeren naar, hanker, hunkeren
- λαϊκός στα ολλανδικά - getapt, veelgeliefd, populair, leek, leken, de leek, voor leken, ...
Τυχαίες λέξεις
Λαχτάρα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: verlangend, smachtend, hunkering, begeerte, verlangen, hunkeren, craving
Μεταφράσεις: verlangend, smachtend, hunkering, begeerte, verlangen, hunkeren, craving