Λοξά στα ολλανδικά
Μετάφραση: λοξά, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
schuin, schuin naar, scheef, zijdelings, zich schuin
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λοξά
χαμογελάστε λοξά, λοξά λεξικό γλώσσας ολλανδικά, λοξά στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- λοιδορώ στα ολλανδικά - affronteren, krenken, beledigen, spot, geselen, wimper, dwazen, ...
- λοιπόν στα ολλανδικά - goed, welnu, wel, bron, put, vervolgens, dan, ...
- λοξοδρομώ στα ολλανδικά - zeeg, puur, louter, zuiver, pure
- λοξοκοιτάζω στα ολλανδικά - scheelzien, loensen, loxokoitazo
Τυχαίες λέξεις
Λοξά στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: schuin, schuin naar, scheef, zijdelings, zich schuin
Μεταφράσεις: schuin, schuin naar, scheef, zijdelings, zich schuin