Μήκος στα ολλανδικά

Μετάφραση: μήκος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
lengte, langdurigheid, duur, lengte van, lang, de lengte
Μήκος στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μήκος

μήκος κύκλου, μήκος κύματος, μήκος λεπτού εντέρου, μήκος τόξου, μήκος πρόσοψης κτίσματος (μ.) (29), μήκος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, μήκος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • μέτωπο στα ολλανδικά - voorhoofd, het voorhoofd
  • μέχρι στα ολλανδικά - fonds, geldkist, totdat, voor, kas, naar, aan, ...
  • μήλο στα ολλανδικά - appel, Apple, van Apple
  • μήνας στα ολλανδικά - maand, maanden, de maand
Τυχαίες λέξεις
Μήκος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: lengte, langdurigheid, duur, lengte van, lang, de lengte