Μαγειρικός στα ολλανδικά
Μετάφραση: μαγειρικός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
culinaire, culinair, de culinaire
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μαγειρικός
μαγειρικός ασβέστης, μαγειρικός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, μαγειρικός στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- μαγειρεύω στα ολλανδικά - keukenmeid, kokkin, koken, kok, Cook, Kook
- μαγειρική στα ολλανδικά - kookkunst, cookery, koken, keuken, gastronomie
- μαγευτικός στα ολλανδικά - betoverend, betoverende, aantrekkelijk, landelijk
- μαγεύω στα ολλανδικά - aantrekkelijkheid, betovering, heks, heksen, witch, heks van, De heks
Τυχαίες λέξεις
Μαγειρικός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: culinaire, culinair, de culinaire
Μεταφράσεις: culinaire, culinair, de culinaire