Μανιβέλα στα ολλανδικά
Μετάφραση: μανιβέλα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
zwengel, slinger, kruk, crank, krukas
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μανιβέλα
μανιβέλα πατρα, μανιβέλα τέντας, μανιβέλα αγγλικα, μανιβέλα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, μανιβέλα στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- μανιακός στα ολλανδικά - krankzinnige, gek, bezetene, maniac, maniak, maniak van, De Maniak, ...
- μανιασμένος στα ολλανδικά - woedend, dol, wild, razend, woest, verbolgen, verwoed, ...
- μανικέτι στα ολλανδικά - manchet, cuff, manchetknopen, de manchet, boord
- μανιτάρι στα ολλανδικά - paddestoel, zwam, champignon, mushroom, paddestoelen, champignons
Τυχαίες λέξεις
Μανιβέλα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: zwengel, slinger, kruk, crank, krukas
Μεταφράσεις: zwengel, slinger, kruk, crank, krukas