Μετριοπαθής στα ολλανδικά
Μετάφραση: μετριοπαθής, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
temperen, matig, bescheiden, bezadigd, sober, gematigd, gematigde, matige, een matige
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μετριοπαθής
μετριοπαθής λεξικό γλώσσας ολλανδικά, μετριοπαθής στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- μετρικός στα ολλανδικά - metriek, metrisch, metrische, Metrisch Een, Metric
- μετριοπάθεια στα ολλανδικά - matigheid, matiging, gematigdheid, mate, met mate
- μετριοφροσύνη στα ολλανδικά - zedigheid, discretie, bescheidenheid, ingetogenheid, bescheiden
- μετριότητα στα ολλανδικά - middelmatigheid, middelmaat, de middelmatigheid, de middelmaat, middelmatige
Τυχαίες λέξεις
Μετριοπαθής στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: temperen, matig, bescheiden, bezadigd, sober, gematigd, gematigde, matige, een matige
Μεταφράσεις: temperen, matig, bescheiden, bezadigd, sober, gematigd, gematigde, matige, een matige