Μηχανουργός στα ολλανδικά

Μετάφραση: μηχανουργός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
machinist, precisiewaterpassen, de Machinist, precisiewaterpas, Machinist van
Μηχανουργός στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μηχανουργός

μηχανουργός ιεκ, μηχανουργός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, μηχανουργός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • μηχανικός στα ολλανδικά - werktuigkundige, mecanicien, ingenieur, technicus, engineer, machinist
  • μηχανισμός στα ολλανδικά - mechanisme, mechanisme voor, regeling, mechanisme van
  • μιαίνω στα ολλανδικά - besmetten, verontreinigen, bezoedelen, vervuilen, vervuilt, ontheiligen
  • μιζέρια στα ολλανδικά - narigheid, nood, misère, armoede, ellende, schamelheid, armoe, ...
Τυχαίες λέξεις
Μηχανουργός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: machinist, precisiewaterpassen, de Machinist, precisiewaterpas, Machinist van