Μνησικακία στα ολλανδικά

Μετάφραση: μνησικακία, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
wraakzucht, wraakgierigheid, haatdragendheid, rancune, wrok, Grudge, wrok koesteren, afgunst
Μνησικακία στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μνησικακία

μνησικακία ετυμολογία, μνησικακία τι σημαινει, μνησικακία βικιπαιδεια, μνησικακία λεξικο, μνησικακία συνώνυμο, μνησικακία λεξικό γλώσσας ολλανδικά, μνησικακία στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • μνημόσυνο στα ολλανδικά - gedenkteken, monument, Memorial, herdenkings, gedachtenis
  • μνησίκακος στα ολλανδικά - haatdragend, wrokkig, gebelgd, haatdragende, rancuneus
  • μνηστήρας στα ολλανδικά - verloofd, verloofde, verloofden, ondertrouwd, betrothed
  • μοίρα στα ολλανδικά - band, levenslot, scheur, bende, splijten, overvloed, kavel, ...
Τυχαίες λέξεις
Μνησικακία στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: wraakzucht, wraakgierigheid, haatdragendheid, rancune, wrok, Grudge, wrok koesteren, afgunst