Μοιράζομαι στα ολλανδικά

Μετάφραση: μοιράζομαι, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
actie, bijdrage, aandeel, delen in, aandeel in de, aandeel in het, aandeel van
Μοιράζομαι στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μοιράζομαι

μοιράζομαι συνώνυμα, μοιράζομαι ορισμός, μοιράζομαι το αυτοκίνητο, μοιράζομαι γνωμικά, μοιράζομαι και ωριμάζω, μοιράζομαι λεξικό γλώσσας ολλανδικά, μοιράζομαι στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • μοίρα στα ολλανδικά - band, levenslot, scheur, bende, splijten, overvloed, kavel, ...
  • μοδίστρα στα ολλανδικά - naaister, seamstress
  • μοιράζω στα ολλανδικά - verspreiden, overeenkomst, kloven, toedienen, uitspreiden, mennen, voeren, ...
  • μοιραίος στα ολλανδικά - dodelijk, funest, giftig, moorddadig, fataal, noodlottig, fatale, ...
Τυχαίες λέξεις
Μοιράζομαι στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: actie, bijdrage, aandeel, delen in, aandeel in de, aandeel in het, aandeel van