Μολύνω στα ολλανδικά

Μετάφραση: μολύνω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verpesten, besmetten, infecteren, aansteken, te infecteren, besmet, te besmetten
Μολύνω στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μολύνω

μολύνω στα αγγλικα, μολύνω μολυνει μολύνει, μολύνω συνώνυμο, μολύνω παρατατικός, μολύνω συνώνυμα, μολύνω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, μολύνω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • μολυσματικός στα ολλανδικά - infectieuze, besmettelijk, besmettelijke, infectieus, infectieve
  • μολύβι στα ολλανδικά - potlood, pot lood, pencil, pen
  • μομφή στα ολλανδικά - verwijt, verwijten, schande, smaad, smaadheid
  • μονάδα στα ολλανδικά - unit, eenheid, apparaat, toestel
Τυχαίες λέξεις
Μολύνω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: verpesten, besmetten, infecteren, aansteken, te infecteren, besmet, te besmetten