Μομφή στα ολλανδικά
Μετάφραση: μομφή, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verwijt, verwijten, schande, smaad, smaadheid
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μομφή
μομφή σημαίνει, μομφή βικιπαιδεια, μομφή σημασία, μομφή ορισμός, μομφή συνώνυμο, μομφή λεξικό γλώσσας ολλανδικά, μομφή στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- μολύβι στα ολλανδικά - potlood, pot lood, pencil, pen
- μολύνω στα ολλανδικά - verpesten, besmetten, infecteren, aansteken, te infecteren, besmet, te besmetten
- μονάδα στα ολλανδικά - unit, eenheid, apparaat, toestel
- μονή στα ολλανδικά - abdij, Abbey, abdij van, de abdij, De Abdij van
Τυχαίες λέξεις
Μομφή στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: verwijt, verwijten, schande, smaad, smaadheid
Μεταφράσεις: verwijt, verwijten, schande, smaad, smaadheid