Μονάδα στα ολλανδικά

Μετάφραση: μονάδα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
unit, eenheid, apparaat, toestel
Μονάδα στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μονάδα

μονάδα τεχνητού νεφρού, μονάδα σημασιολογικού ιστού, μονάδα 731, μονάδα αναπτυξιακής παιδιατρικής του νοσοκομείου παίδων «αγλαΐα κυριακού», μονάδα ανθρώπινης εργασίας, μονάδα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, μονάδα στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • μολύνω στα ολλανδικά - verpesten, besmetten, infecteren, aansteken, te infecteren, besmet, te besmetten
  • μομφή στα ολλανδικά - verwijt, verwijten, schande, smaad, smaadheid
  • μονή στα ολλανδικά - abdij, Abbey, abdij van, de abdij, De Abdij van
  • μοναδικός στα ολλανδικά - wonderlijk, enig, vreemdsoortig, uniek, raar, gek, eigenaardig, ...
Τυχαίες λέξεις
Μονάδα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: unit, eenheid, apparaat, toestel