Μοντέρνος στα ολλανδικά

Μετάφραση: μοντέρνος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bijdetijds, modern, nieuwerwets, moderne, de moderne, een moderne
Μοντέρνος στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μοντέρνος

μοντέρνος χορός βικιπαίδεια, μοντέρνος κήπος, μοντέρνος καναπές, μοντέρνος χώρος, μοντέρνος συνώνυμα, μοντέρνος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, μοντέρνος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • μονοπώλιο στα ολλανδικά - alleenhandel, monopolie, monopoliepositie, het monopolie, monopolie van, monopolistische
  • μοντέλο στα ολλανδικά - model, modellering, modelleren, mal, maquette, toonbeeld, voorbeeld, ...
  • μονόκλινος στα ολλανδικά - ongehuwd, een, enkel, alleen, enig, één, ongetrouwd, ...
  • μονός στα ολλανδικά - vreemdsoortig, wonderlijk, alleen, enkel, vreemd, een, ongetrouwd, ...
Τυχαίες λέξεις
Μοντέρνος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: bijdetijds, modern, nieuwerwets, moderne, de moderne, een moderne