Μουστάκι στα ολλανδικά

Μετάφραση: μουστάκι, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
snor, knevel, mustache, moustache, snorretje
Μουστάκι στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μουστάκι

μουστάκι ονειροκρίτης, μουστάκι περιποίηση, μουστάκι στο στρατό, μουστάκι ορισμοί, μουστάκι με κλωστή, μουστάκι λεξικό γλώσσας ολλανδικά, μουστάκι στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • μουσκέτο στα ολλανδικά - musket, geweer, musket leek, musketkogel, musketten
  • μουσκεύω στα ολλανδικά - verzadigen, doortrekken, weken, roten, RET, bd, de RET, ...
  • μουστάρδα στα ολλανδικά - mosterd, de mosterd, mosterd-, mosterdplant
  • μουστερής στα ολλανδικά - afnemer, cliënt, klant, Mousteris
Τυχαίες λέξεις
Μουστάκι στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: snor, knevel, mustache, moustache, snorretje