Μόριο στα ολλανδικά

Μετάφραση: μόριο, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
deel, item, jaartelling, deeltje, molecuul, molecule, moleculen
Μόριο στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μόριο

μόριο γλυκόζης, μόριο άτομο, μόριο υδρογόνου, μόριο νερού, μόριο φυσική, μόριο λεξικό γλώσσας ολλανδικά, μόριο στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • μόνο στα ολλανδικά - maar, verlaten, pas, eenzaam, slechts, enig, enkel, ...
  • μόνος στα ολλανδικά - verlaten, één, eenzaam, ongehuwd, louter, ongetrouwd, alleen, ...
  • μόρτης στα ολλανδικά - ploert, loeder, schoelje, landloper, schoft, achterste, kont, ...
  • μόρφωση στα ολλανδικά - opleiding, onderrichting, ontwikkeling, vorming, opvoeding, pedagogie, onderwijs, ...
Τυχαίες λέξεις
Μόριο στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: deel, item, jaartelling, deeltje, molecuul, molecule, moleculen