Μύηση στα ολλανδικά
Μετάφραση: μύηση, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
inwijding, inleiding, initiatie, aanvang, start
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μύηση
μύηση ρέικι, μύηση στη μασονία, μύηση λεξικό, μύηση συνωνυμα, μύηση στο ονείρεμα, μύηση λεξικό γλώσσας ολλανδικά, μύηση στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- μόχθος στα ολλανδικά - arbeiden, arbeid, zwoegen, gezwoeg, zware arbeid, inspanning
- μύγα στα ολλανδικά - besturen, vlieg, aanvliegen, vliegen, te vliegen, fly, vliegt
- μύθος στα ολλανδικά - vertelsel, vertelling, sprookje, verhaal, relaas, mythe, de mythe, ...
- μύλος στα ολλανδικά - metaalfabriek, molen, Mill, fabriek, molen van, de Molen
Τυχαίες λέξεις
Μύηση στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: inwijding, inleiding, initiatie, aanvang, start
Μεταφράσεις: inwijding, inleiding, initiatie, aanvang, start