Νομίζω στα ολλανδικά

Μετάφραση: νομίζω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vermoeden, geloven, menen, aannemen, veronderstellen, achten, denken, stellen, bedenken, denk, denk dat, denkt
Νομίζω στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: νομίζω

νομίζω ότι με απατάει, νομίζω συνώνυμα, νομίζω είμαι ερωτευμένη με κάποιον τι πρέπει να κάνω, νομίζω αρχικοί χρόνοι, νομίζω ότι είμαι έγκυος, νομίζω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, νομίζω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • νοικιάζω στα ολλανδικά - afhuren, huren, aanwerven, aannemen, verhuren, charteren, huur, ...
  • νοικοκύρης στα ολλανδικά - huisvrouw, gezinshulp, homemaker, huis vrouw
  • νομιμότητα στα ολλανδικά - wettigheid, wettelijkheid, rechtsgeldigheid, rechtmatigheid, legaliteit
  • νομισματικός στα ολλανδικά - monetair, monetaire, de monetaire, het monetaire
Τυχαίες λέξεις
Νομίζω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: vermoeden, geloven, menen, aannemen, veronderstellen, achten, denken, stellen, bedenken, denk, denk dat, denkt