Ντροπαλότητα στα ολλανδικά

Μετάφραση: ντροπαλότητα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verlegenheid, schuwheid, schuchterheid, schroom, verlegenheid te
Ντροπαλότητα στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ντροπαλότητα

ντροπαλότητα αντιμετώπιση, ντροπαλότητα συνώνυμα, ντροπαλότητα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ντροπαλότητα στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ντροπή στα ολλανδικά - schaamte, schande, jammer, jammer dat, beschaamd
  • ντροπαλός στα ολλανδικά - verlegen, schuw, blo, timide, bedeesd, bevangen, beschroomd
  • ντόμπρος στα ολλανδικά - oprecht, eerlijk, openhartig, uitgesproken, openhartige, vrijmoedig
  • ντόπιος στα ολλανδικά - ingeboren, binnenlands, inboorling, inheems, aangeboren, inlander, autochtoon, ...
Τυχαίες λέξεις
Ντροπαλότητα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: verlegenheid, schuwheid, schuchterheid, schroom, verlegenheid te