Ξένος στα ολλανδικά

Μετάφραση: ξένος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vreemdeling, buitenlands, uitheems, onwennig, buitenlander, vreemd, vreemde, onbekende, vreemder
Ξένος στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ξένος

ξένος καμύ, ξένος στίχοι, ξένος για πάντα ξένος, ξένος μανιατογιάννης, ξένος θωμάς, ξένος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ξένος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ξέγνοιαστος στα ολλανδικά - grof, alledaags, ordinair, toevallig, plat, vulgair, gewoon, ...
  • ξένοιαστος στα ολλανδικά - zorgeloos, onbezorgd, zorgeloze, onbezorgde, zorgeloos de
  • ξέρω στα ολλανδικά - kennen, weten, weet, jij, kent
  • ξέσπασμα στα ολλανδικά - splijten, barsten, scheuren, beweging, uitbarsting, uitval, uitbarstingen, ...
Τυχαίες λέξεις
Ξένος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: vreemdeling, buitenlands, uitheems, onwennig, buitenlander, vreemd, vreemde, onbekende, vreemder