Ξυλεία στα ολλανδικά

Μετάφραση: ξυλεία, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
hout, bos, timmerhout, houten, houtsector, de houtsector
Ξυλεία στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ξυλεία

ξυλεία λάρισα, ξυλεία καστανιάς, ξυλεία πρακτικερ, ξυλεία πάτρα, ξυλεία στέγης, ξυλεία λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ξυλεία στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ξιφολόγχη στα ολλανδικά - bajonet, bajonetsluiting, bajonet-, bayonet, bajonetaansluiting
  • ξοδεύω στα ολλανδικά - spenderen, aanreiken, doorbrengen, besteden, aangeven, brengen, te brengen, ...
  • ξυλώδης στα ολλανδικά - houtachtig, bosrijk, bosrijke, houtachtige, woody
  • ξυπνώ στα ολλανδικά - tierig, druk, opgewekt, wakker, vief, ontwaken, kras, ...
Τυχαίες λέξεις
Ξυλεία στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: hout, bos, timmerhout, houten, houtsector, de houtsector