Ολική στα ολλανδικά

Μετάφραση: ολική, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
totaal, totale, in totaal, de totale, volledige
Ολική στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ολική

ολική αρθροπλαστική ισχίου, ολική έκλειψη ηλίου, ολική υστερεκτομή, ολική παύση απασχόλησης προσωπικού, ολική ανάκλαση, ολική λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ολική στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ολίσθημα στα ολλανδικά - uitglijden, glippen, slippen, schuiven, glijden, strook
  • ολιγολογία στα ολλανδικά - zwijgzaamheid, taciturnity, stilzwijgendheid
  • ολικός στα ολλανδικά - somma, volkomen, bedrag, totaal, voltallig, totaalbedrag, voluit, ...
  • ολισθηρός στα ολλανδικά - glibberig, ongrijpbaar, glad, gladde, glibberige
Τυχαίες λέξεις
Ολική στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: totaal, totale, in totaal, de totale, volledige