Ομότιμος στα ολλανδικά

Μετάφραση: ομότιμος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
staren, aanstaren, turen, Bestandenuitwisseling, gluren
Ομότιμος στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ομότιμος

ομότιμος συνώνυμα, ομότιμοσ επίτιμοσ, ομότιμος καθηγητής, ομότιμος καθηγητής στα αγγλικά, ομότιμος καθηγητής αγγλικά, ομότιμος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ομότιμος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ομόλογος στα ολλανδικά - homologe, homoloog, homoloog is, homoloog zijn, van homologe
  • ομόνοια στα ολλανδικά - toegeven, goedvinden, toestemmen, eendracht, Concord, verdrag, overeenstemming, ...
  • ομόφωνα στα ολλανδικά - unaniem, eenparigheid, eenstemmig, eenparig, algemene stemmen
  • ομόφωνος στα ολλανδικά - eenparig, eenstemmig, eensgezind, unaniem, unanieme
Τυχαίες λέξεις
Ομότιμος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: staren, aanstaren, turen, Bestandenuitwisseling, gluren