Παραγωγικότητα στα ολλανδικά

Μετάφραση: παραγωγικότητα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
produktiviteit, productiviteit, de productiviteit, productiviteit van, productiviteit te
Παραγωγικότητα στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: παραγωγικότητα

παραγωγικότητα επιχειρησης, παραγωγικότητα και αμοιβή εργασίας, παραγωγικότητα στην εκπαίδευση, παραγωγικότητα και ανταγωνιστικότητα, παραγωγικότητα εργασίας τυπος, παραγωγικότητα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, παραγωγικότητα στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • παραγωγή στα ολλανδικά - ontwikkeling, product, afstaan, rendement, producten, productie, eliminatie, ...
  • παραγωγικός στα ολλανδικά - vruchtbaar, produktief, productieve, productief, productiever
  • παραγωγός στα ολλανδικά - producent, producer, producentenorganisaties, producenten, de producent
  • παραδέρνω στα ολλανδικά - worstelen, spartelen, bot, De bot, bot van, De bot van, platvis
Τυχαίες λέξεις
Παραγωγικότητα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: produktiviteit, productiviteit, de productiviteit, productiviteit van, productiviteit te