Παραγωγός στα ολλανδικά
Μετάφραση: παραγωγός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
afgeleide, derivaat, derivaten, afgeleid
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: παραγωγός
παράγωγος ζήτηση, παράγωγος ολοκληρώματος, παράγωγος γινομένου, παράγωγος ρίζας, παράγωγος τόξου εφαπτομένης, παραγωγός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, παραγωγός στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- παράγραφος στα ολλανδικά - paragraaf, artikel
- παράγω στα ολλανδικά - ophalen, maken, opfokken, voortbrengen, scheppen, grootbrengen, tillen, ...
- παράγων στα ολλανδικά - makelaar, agent, dealer, vertegenwoordiger, middel, agens, stof
- παράδειγμα στα ολλανδικά - voorbeeld, geval, zaak, toonbeeld, bijvoorbeeld, Zo, zoals, ...
Τυχαίες λέξεις
Παραγωγός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: afgeleide, derivaat, derivaten, afgeleid
Μεταφράσεις: afgeleide, derivaat, derivaten, afgeleid