Παρακράτηση στα ολλανδικά

Μετάφραση: παρακράτηση, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
roerende, achterhouden, inhouding, bronbelasting, bedrijfsvoorheffing
Παρακράτηση στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: παρακράτηση

παρακράτηση φόρου 300 ευρώ, παρακράτηση φόρου μισθωτών 2014, παρακράτηση φόρου δικηγόρων 2014, παρακράτηση φόρου μισθωτών υπηρεσιών 2013, παρακράτηση φόρου 3, παρακράτηση λεξικό γλώσσας ολλανδικά, παρακράτηση στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • παρακολουθώ στα ολλανδικά - bekijken, afluisteren, verzorgen, verplegen, schouwen, nagaan, polshorloge, ...
  • παρακολούθηση στα ολλανδικά - waarneming, achtervolging, berisping, volgend, aanstaand, vervolging, blaam, ...
  • παρακρατώ στα ολλανδικά - achterhouden, bestellen, afkomst, banaal, openhouden, intekenen, voorraad, ...
  • παρακωλύω στα ολλανδικά - hinderen, stuwen, versperren, doorkruisen, belemmeren, afdammen, afsluiten, ...
Τυχαίες λέξεις
Παρακράτηση στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: roerende, achterhouden, inhouding, bronbelasting, bedrijfsvoorheffing