Πελώριος στα ολλανδικά

Μετάφραση: πελώριος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
monumentaal, reusachtig, royaal, gigantisch, groot, immens, geweldig, kolossaal, uitgebreid, ruim, breedvoerig, enorm, dreunende, thumping, dreunende voetstappen, bonkende
Πελώριος στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πελώριος

πελώριος ετυμολογία, πελώριος συνώνυμα, πελώριος σμάραγδος, πελώριος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, πελώριος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • πελεκώ στα ολλανδικά - houwen, uithouwen, HEW, houw, van HEW
  • πελούζα στα ολλανδικά - perk, grasmat, gazon, grasperk, grasveld, Peluso
  • πεμπτουσία στα ολλανδικά - kwintessens, Quintessence, essentie, kern, toppunt
  • πενήντα στα ολλανδικά - vijftig, vijftigtal
Τυχαίες λέξεις
Πελώριος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: monumentaal, reusachtig, royaal, gigantisch, groot, immens, geweldig, kolossaal, uitgebreid, ruim, breedvoerig, enorm, dreunende, thumping, dreunende voetstappen, bonkende