Περιορισμός στα ολλανδικά

Μετάφραση: περιορισμός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
beperking, restrictie, beperkingen, beperking van
Περιορισμός στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: περιορισμός

περιορισμός κατάσχεσης, περιορισμός ποσού αγωγής, περιορισμός javascript και css αποκλεισμού απόδοσης στο περιεχόμενο στο πάνω μέρος, περιορισμός καταψηφιστικού αιτήματος, περιορισμός προσλήψεων, περιορισμός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, περιορισμός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • περιορίζω στα ολλανδικά - verlagen, begrenzen, grens, verminderen, weerhouden, perk, beperken, ...
  • περιορισμένος στα ολλανδικά - beperkt, beperkte, beperkingen, openbare, beperken
  • περιουσία στα ολλανδικά - allooi, landgoed, eigenschap, boeltje, kwaliteit, attribuut, boerderij, ...
  • περιοχή στα ολλανδικά - areaal, kloot, goed, arrondissement, bol, territorium, gouw, ...
Τυχαίες λέξεις
Περιορισμός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: beperking, restrictie, beperkingen, beperking van