Πιστοποιώ στα ολλανδικά

Μετάφραση: πιστοποιώ, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
getuigen, certificeren, waarmerken, verklaren, verklaart, te certificeren
Πιστοποιώ στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πιστοποιώ

πιστοποιώ συνώνυμα, πιστοποιώ λεξικό γλώσσας ολλανδικά, πιστοποιώ στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • πιστεύω στα ολλανδικά - geloven, denken, menen, geloof, mening, van mening
  • πιστοποιητικό στα ολλανδικά - stuk, recommandatie, akte, aanbeveling, uittreksel, bedrijf, getuigschrift, ...
  • πιστωτής στα ολλανδικά - schuldeiser, crediteur, kredietgever, schuldeisers, crediteuren
  • πιστόλι στα ολλανδικά - roer, geweer, vuurwapen, gun, pistool, kanon
Τυχαίες λέξεις
Πιστοποιώ στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: getuigen, certificeren, waarmerken, verklaren, verklaart, te certificeren