Ποινή στα ολλανδικά

Μετάφραση: ποινή, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bestraffing, strafsanctie, straf, dwangmaatregel, boete, sanctie, penalty, strafschop
Ποινή στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ποινή

ποινή με αναστολή, ποινή λιπομαρτυρίας, ποινή φυλάκισης με αναστολή, ποινή 90 εκατομμυρίων ευρώ στην τουρκία για την εισβολή στην κύπρο, ποινή απαραδέκτου, ποινή λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ποινή στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ποικιλία στα ολλανδικά - ras, soort, slag, aard, hutspot, afwisseling, variatie, ...
  • ποιμενικός στα ολλανδικά - pastorale, pastoraal, de pastorale, landelijke, pastoraat
  • ποινικός στα ολλανδικά - straf-, straf, strafbaar, strafrechtelijke, strafrechtelijk
  • ποιότητα στα ολλανδικά - aard, allooi, geaardheid, kwaliteit, karakter, eigenschap, letter, ...
Τυχαίες λέξεις
Ποινή στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: bestraffing, strafsanctie, straf, dwangmaatregel, boete, sanctie, penalty, strafschop