Πολεμιστής στα ολλανδικά
Μετάφραση: πολεμιστής, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
krijger, strijder, warrior, strijder van, van de Strijder
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πολεμιστής
πολεμιστής του φωτός, πολεμιστής tattoo, σπαρτιάτης πολεμιστής, πολεμιστής στον άνεμο, ειρηνικός πολεμιστής, πολεμιστής λεξικό γλώσσας ολλανδικά, πολεμιστής στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- πολίτης στα ολλανδικά - staatsburger, burger, burgers, burger van
- πολεμικός στα ολλανδικά - polemiek, polemisch, polemische, polemic, polemieken
- πολικός στα ολλανδικά - polair, Polar, polaire, de Polar
- πολιορκία στα ολλανδικά - belegering, beleg, belegerd, siege, bezetting
Τυχαίες λέξεις
Πολεμιστής στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: krijger, strijder, warrior, strijder van, van de Strijder
Μεταφράσεις: krijger, strijder, warrior, strijder van, van de Strijder