Πολιτική στα ολλανδικά
Μετάφραση: πολιτική, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
staatkunde, beleid, politiek, polis, het beleid, beleid van
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πολιτική
πολιτική δικονομία, πολιτική άνοιξη, πολιτική είναι η συντονισμένη δράση ατόμων ή κοινωνικών ομάδων με σκοπό να πετύχουν στόχους, πολιτική κηδεία, πολιτική κουζίνα, πολιτική λεξικό γλώσσας ολλανδικά, πολιτική στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- πολιορκία στα ολλανδικά - belegering, beleg, belegerd, siege, bezetting
- πολιορκώ στα ολλανδικά - belegeren, belegert
- πολιτικός στα ολλανδικά - politicus, staatsman, politiek, staatkundig, politieke, de politieke
- πολιτισμός στα ολλανδικά - cultuur, beschaving, bouw, teelt, verbouwing, bebouwing, de cultuur, ...
Τυχαίες λέξεις
Πολιτική στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: staatkunde, beleid, politiek, polis, het beleid, beleid van
Μεταφράσεις: staatkunde, beleid, politiek, polis, het beleid, beleid van